- μελῳδήσει
- μελῳδέωchantaor subj act 3rd sg (epic)μελῳδέωchantfut ind mid 2nd sgμελῳδέωchantfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρασημαντικός — ή, ό / παρασημαντικός, ή, όν, ΝΑ [παρασημαίνομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρασήμανση, αυτός που δηλώνει κάτι με σύμβολα ή σημεία 2. το θηλ. ως ουσ. η παρασημαντική (κυρίως σχετικά με την αρχαιοελληνική και βυζαντινή μουσ.) η με… … Dictionary of Greek